εὐτυχία

From LSJ
Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτυχία Medium diacritics: εὐτυχία Low diacritics: ευτυχία Capitals: ΕΥΤΥΧΙΑ
Transliteration A: eutychía Transliteration B: eutychia Transliteration C: eftychia Beta Code: eu)tuxi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A good luck, success, Pi.O.6.81, Hdt.1.32, Th.7.77, etc.; τὴν ἀτυχίαν εἰς εὐ. αἰτοῦμαι μεταστῆναι Antipho 2.4.4; defined, Arist.Rh.1361b39; ἐπ' εὐτυχίᾳ, -ίαισιν, E.IT1490 (anap.), Ar.Ec.573 (lyr.); πολλῇ εὐ. χρῆσθαι Pl.Men.72a; κατά τινα θείαν εὐ. Id.Lg.798b; ἡ κατὰ πόλεμον εὐ. Th.1.120: pl., pieces of good luck, successes, Id.2.44.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτῠχία: (πρβλ. εὐτύχεια), ἡ, ὡς καί νῦν, καλὴ τύχη, ἐπιτυχία, εὐημερία, Πινδ. Ο. 6. 139, Ἡρόδ. 1. 32, Τραγ., κλ.· τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῦμαι μεταστῆναι Ἀντιφῶν 119, 34· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ εὐδαιμονία ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 1. 5, 17· ἐπ’ εὐτυχία Εὐρ. Ι. Τ. 1490, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 573· εὐτυχίᾳ χρῆσθαι Πλάτ. Μένων 72A· κατά τινα θείαν εὐτ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798B· ἡ κατὰ πόλεμον εὐτ. Θουκ. 1. 120· - ἐν τῷ πληθ., εὐτυχήματα, ἐπιτυχίαι, ὁ αὐτ. 2. 44.