μα
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
Greek (Liddell-Scott)
μα: (= με, ἐμέ), Ἐπιγρ. ἀρχαϊκή, Ὀλυμπίας ἴσως. CIG. 31: Κοῖός μα πόεσεν. Οὕτως ἀνέγνω ὁ Bœekh. Ἀλλ’ ὁ Ahrens, Curtius καὶ Rœhl (IG ant. 557) ἀναγινώσκουσι: μ’ ἀπόεσεν, παραδεχόμενοι τὰ α ὡς κείμενον ἀντὶ τοῦ ε τῆς ῥηματ. αὐξήσεως καὶ στηριζόμενοι εἴς τινα τοιαῦτα παρ’ Ἡσυχ. παραδείγματα, περὶ ὧν ὅμως ἑτεροίαν γνώμην ἐκφέρει ὁ G. Meyer ἐν griech. Gram. § 472.