παραπολαύω
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
A share the fruits of, τῆς τιμωρίας Ph.2.15 ; τῆς ἐνίων κακοβουλίας J.BJ2.16.4 ; τῆς τινων μωρίας Luc. Alex.45 ; παραπολαύειν ἐστὶ τῆς τοῦ εἴδους ὑποστάσεως τὴν ἔκπτωσιν Dam.Pr.7.
German (Pape)
[Seite 495] (s. ἀπολαύω), daneben, beiläufig Nutzen od. Schaden haben von Etwas, τινός; Nic. arith. 1; παραπολαῦσαι τῆς μωρίας, Luc. Alex. 45; auch a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰπολαύω: ἀπολαύω πρὸς τούτοις ἢ μετά τινος, συναπολαύω ἢ ἁπλῶς ἀπολαύω, τινὸς Λουκ. Ἀλέξ. 45· κακόν τι παρ. τινὸς Ἐκκλ.