αἶρα
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἡ,
A hammer, αἰράων ἔργα smith's work, Call.Fr.129. 2 = ἀξίνη, Hsch. II darnel, Lolium temulentum, Thphr.HP 1.5.2: in pl., Ar.Fr.412, Pherecr.188, Arist.Somn.Vig.456b30, Herod. 6.100, etc.
Greek (Liddell-Scott)
αἶρα: ἡ, σφῦρα, αἰράων ἔργα, ἔργα σιδηρουργοῦ, Καλλ. Ἀποσπ. 129. ΙΙ. τὸ ἐν τῷ σίτῳ παράσιτον φυτόν, ἡ κοινῶς «αἶρα» καλουμένη, ἐν Λακωνίᾳ δὲ καὶ Ζακύνθῳ καὶ πολλαχοῦ «ᾖρα», Λατ. lolium, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 5. 2· κατὰ πληθ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 364. Φερεκρ. Ἄδηλ. 17: ― κατὰ Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 3. 9 ἦτο ὑπνωτική, ὥστε βεβαίως εἶναι τὸ Λατ. lolium temulentum L.