τό,
A holy place, sanctuary, LXX Le.12.4, al.
[Seite 14] τό, geweihter Ort, LXX.
ἁγιαστήριον: τό, ἅγιος τόπος, τὰ ἅγια, Ἑβδ (Λευϊτ. ιβ΄ 4 καὶ ἀλλ.).