ἅλας
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ᾰτος, τό,
A = ἅλς, salt, Arist.Mir.844b16, Lycon ap. Hdn. Gr. 2.716, LXX Le.2.13, al., Ep.Col.44.6, Gal.14.327; ἅ. ἀμμωνιακόν POxy.1222.2 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 89] ατος, τό (ἅλς), im Sprichwort, ἅλασιν ὕει, es regnet Salz, von großer Fruchtbarkeit, Suid.; nach E. M. ein Wort der gemeinen Sprache; sonst nur N. T., u. Sp., wie Diod. S. 1, 63; Plut. Symp. 4, 4, 3; φέρων ἅλας Theocr. 15, 17; s. ἅλς.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλας: ᾰτος, τό, (ἅλς) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν ἅλας, κατὰ δὲ Σουΐδ. μόνον ἐν χρήσει εἰς τὴν παροιμίαν ἅλασιν ὕει, ἀλλ’ ἡ ὀνομαστικὴ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. Θαυμ. 138, συχνάκις δὲ καὶ παρὰ μεταγενεστέροις πεζοῖς, ὡς ἐν Πλουτ. 2. 668F· Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 13, κτλ.