βελτίων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, Comp. of ἀγαθός,
A better (not in Hom.), βέλτιόν [ἐστι] it is fitting, conuenient, Arist.Pol.1264b28; μανθάνειν βελτίονα [S.]Fr. 1120.5; ἐπὶ τὸ β. χωρεῖν improve, advance, Th.7.50; ἐπὶ τὸ β. ἐλθεῖν Din.1.65; ἄγειν ib.29; τὰ βελτίω προσδοκᾶν ἀεί Apollod.Com.9. Adv. βελτιόνως, ἔχειν Hp.Mul.1.2, cf. Pl.R.484a. [ῑ Att., but βέλτῐον Mimn.2.10.]
German (Pape)
[Seite 442] ον, compar. zu ἀγαθός, trefflicher, besser, sowohl auf das moralisch Gute, die Tugend, als auf den Nutzen bezogen, zuträglicher; überall bei den Attikern. – Adv. βέλτιον, seltener βελτιόνως. – Bei Hom. Odyss. 17, 18 πτωχῷ βέλτιόν ἐστι κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ' ἀγροὺς δαῖτα πτωχεύειν, v. l. βέλτερόν ἐστι.
Greek (Liddell-Scott)
βελτίων: -ον, γεν. -ονος, συγκρ. τοῦ ἀγαθός, οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. (διότι ἐν Ὀδ. Ρ. 18, βέλτερον ἤδη ἐγένετο δεκτὸν ὡς ὀρθότερον)· βέλτιόν [ἐστι], εἶναι ὀρθόν, πρέπον, συμφέρον, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 1· μανθάνειν βελτίονα Σοφ. Ἀποσπ. 779. 5· ἐπὶ τὸ βέλτιον χωρεῖν, βελτιοῦσθαι, προχωρεῖν, Θουκ. 7. 50· οὕτως, ἐπὶ τὸ β. ἐλθεῖν Δείναρχ. 98. 25· ἄγειν ὁ αὐτ. 94. 2· τά βελτίω προσδοκᾶν ἀεὶ Ἀπολλόδ. Παιδ. 1. [ῑ Ἀττ., ἀλλά βέλτῐον Μίμνερμ. 2.10].