κατεύχομαι

From LSJ
Revision as of 10:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεύχομαι Medium diacritics: κατεύχομαι Low diacritics: κατεύχομαι Capitals: ΚΑΤΕΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: kateúchomai Transliteration B: kateuchomai Transliteration C: kateychomai Beta Code: kateu/xomai

English (LSJ)

fut. -εύξομαι E.IA1186:—

   A pray earnestly, c. inf., τοῖσι Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γίνεσθαι Hdt.1.132; τί σοι κατεύξῃ τἀγαθόν (sc. γενέσθαι); E.l.c.    2 c.acc. et inf., A.Ch.139, Eu.922 (lyr.), S.OC1575 (lyr.); κ. τινί pray to one, A.Ch.88, E.Andr.1105; κ. τῇ θεῷ ἀπάξειν Ath.13.573e; κ. τινά c. inf., entreat a person to... Theoc. 2.71.    3 abs., make a prayer or vow, Hdt.2.40, 4.172, A.Ag.1250, S.Tr.764, etc.    4 c. gen., pray over, τῶν ἱερῶν IG7.235.25 (Oropus, iv B.C.).    II in bad sense,    1 c. gen. pers., pray against one, imprecate curses on one, τινῶν πρὸς τὸν θεόν Pl.R.393a: c. acc. rei, οἵας ἀρᾶται καὶ κ. τύχας A.Th.633, cf. S.Aj.392; πολλὰ καὶ δεινὰ καθ' αὑτῶν Plu.Num.12.    2 c. acc. et inf., τὸν δεδρακότα κακῶς . . ἐκτρῖψαι βίον S.OT246; κ. τεῖσαι τοὺς Ἀχαιοὺς τὰ ἃ δάκρυα Pl.R. 394a.    3 abs., μηδὲν κατεύχου E.IT536, cf. Pl.Lg.934e.    III boast, c. fut. inf., Theoc. 1.97.

German (Pape)

[Seite 1399] anwünschen, Gelübde, Gebete gegen Einen aussprechen; οἵας γ' ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχας Aesch. Spt. 615; κατεύχομαι δὲ τὸν δεδρακότα κακὸν κακῶς ἐκτρῖψαι βίον Soph. O. R. 246; τῶν Ἀχαιῶν frg. 894; Plat. Rep. III, 393 a; Eur. I. T. 536; in Prosa, Plat. Legg. XI, 934 e; πολλὰ καὶ δεινὰ κατ' αὐτῶν Plut. Num. 12. – Uebh. beten, wünschen, erflehen; absolut, Aesch. Ag. 1223 Soph. Tr. 761 Her. 2, 40; mit folgdm acc. c. inf., Aesch. Eum. 882 Soph. O. C. 1571; τοῖς Πέρσῃσι κατεύχεται εὖ γενέσθαι Her. 1, 132; τί, Soph. Ai. 385; κατ. σοὶ τἀγαθόν Eur. I. A. 1186; – geloben, κατεύχονται τῇ θεῷ ἀπάξειν αὐτῇ τακτὰς ἑταίρας Ath. XIII, 573 e; – τινί, Einen anflehen, zu Einem flehen, Aesch. Ch. 86. 137. – Auch = großprahlen, sich rühmen, wie das simplex, Theocr. 1, 97.

Greek (Liddell-Scott)

κατεύχομαι: μέλλ. -εύξομαι· ἀποθ.·- προσεύχομαι ἐνθέρμως, μετ’ ἀπαρ., τοῖσι Πέρσῃσιν κατεύχεται εὖ γενέσθαι Ἡρόδ. 1. 132· οὕτω, κατ. σοὶ τἀγαθὸν (δηλ. γενέσθαι) Εὐρ. Ι. Α. 1186. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Χο. 138, Εὐμ. 922, Σοφ. Ο. Κ. 1574· κ. τινι, προσεύχομαι εἴς τινα, Αἰσχύλ. Χο. 88, Εὐρ. Ἀνδρ. 1104· κ. τῇ θεῷ ἀπάξειν Ἀθήν. 573Ε. 3) ἀπολ., κάμνω προσευχὴν ἢ εὐχήν, Ἡρόδ. 2. 40., 4. 70, 172, Αἰσχύλ., Ἀγ. 1250, Σοφ. κτλ. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ι. μετὰ γεν. προσ., εὔχομαι κατά τινος, προσεύχομαι ἐναντίον τινός, ἐπιφέρω κατάρας, Λατ. imprecari, Σοφ. Ἀποσπ. 894, Πλάτ. Πολ. 393Α· μετ’ αἰτ. πράγ., οἵας τύχας Αἰσχύλ. Θήβ. 633, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 362, Εὐρ. Ι.Τ. 536· πολλὰ καὶ δεινὰ κατά τινος Πλουτ. Νουμ. 12. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τὸν δεδρακότα κακῶς… ἐκτρῖψαι βίον Σοφ. Ο. Τ. 246· κ. τῖσαι τοὺς Ἀχαιοὺς τὰ ἃ δάκρυα Πλάτ. Πολ. 394Α. 3) ἀπολ., Εὐρ. Ι. Τ. 536, Πλάτ. Νόμ. 934Ε. ΙΙ. καυχῶμαι μετ’ ἀπαρ. (ὡς τὸ ἁπλοῦν εὔχομαι παρ’ Ὁμ.), Θεόκρ. 1. 97.