ἀνεμοτρεφής
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ές,
A fed by the wind, κῦμα ἀ. Il.15.625; ἔγχος ἀ. a spear from a tree reared by the wind, i.e. made tough and strong by battling with the wind, 11.256 (v.l. ἀνεμοτρεπές or -στρεφές turned, i.e. shaken by the wind,) cf. Philostr.Im.2.3.
German (Pape)
[Seite 223] ές, vom Winde genährt, gestärkt, κῦμα, Il. 15, 625, die von Stürmen geschwellte Woge; ἔγχος, 11, 256, eine Lanze von einem Baume, der den Winden ausgesetzt gewesen u. dessen Holz dadurch gehärtet ist; so erkl. Aristarch, s. Scholl. Aristonic. zu der Stelle; vgl. Apoll. lex. Hom. Nach Scholl. Iliad. 15, 625 sagte Simonid. (frgm. 230 Bergk. Lyr. Gr. ed. 2), dem Hom. nachahmend, ἀνεμοτρεφέων πυλάων, vgl. Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμοτρεφής: -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου τρεφόμενος, αὔξησιν λαμβάνων, κῦμα... ἀνεμοτρεφὲς Ἰλ. Ο. 625· ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος, «ἤτοι κοῦφον, καὶ εὐκίνητον» (Σχολ.), κατὰ δὲ Εὐστάθ. «τὸ ὑπ’ ἀνέμων στερεωθέν ὅτ’ ἦν δένδρον... Σιμωνίδης δὲ ‘ἀεμοτρεφέας πύλας’ τὰς εὐτόνους λέγει» (623, 50. 843, 1. 1034, 1), Ἰλ. Λ. 256 (ἄλλ’ γραφ. ἀνεμοτρεπὲς ἢ -στρεφὲς = στρεφόμενον ἢ σειόμενον ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ἴδε Spitzn.)· πρβλ. Φιλόστρ. 814. - Ὁ τύπος -τραφὴς εὕρηται παρ’ Εὐστ. 1095. 12.