νυκτερευτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for hunting by night, κύνες X.Mem.3.11.8.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερευτικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος πρὸς τὴν διὰ νυκτὸς θήραν, κύων Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8.
Full diacritics: νυκτερευτικός | Medium diacritics: νυκτερευτικός | Low diacritics: νυκτερευτικός | Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΥΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: nyktereutikós | Transliteration B: nyktereutikos | Transliteration C: nyktereftikos | Beta Code: nuktereutiko/s |
ή, όν,
A fit for hunting by night, κύνες X.Mem.3.11.8.
νυκτερευτικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος πρὸς τὴν διὰ νυκτὸς θήραν, κύων Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8.