ὀφθαλμοβόρος
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
ον,
A picking out eyes, of the heron, Arist.HA617a9.
German (Pape)
[Seite 425] Augen fressend, Arist. H. A. 9, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμοβόρος: -ον, ὁ ἐκβάλλων καὶ βιβρώσκων ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ ὃ καλεῖται φῶϋξ ἢ καθ’ Ἡσύχ. πῶϋξ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 18, 2.