συνεισποιέω
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
A admit to a share in, χάρισι, φιλίαις, Plu.2.482e,484d.
German (Pape)
[Seite 1011] Einen mit in Etwas hineinbringen; τινά τινι, Einen zu gewinnen suchen wofür, oder geneigt machen; bes. Sp., ὑπουργίαις καὶ χάρισι τὸν ἀδελφόν Plut. de frat. am. 9 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συνεισποιέω: ἕλκω πρὸς τὸ μέρος μου, πρὸς τὴν μερίδα μου, τινα Πλούτ. 482Ε, 484D.