ἔνσχιστος
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
ον,
A split, cleft, Thphr.CP5.17.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνσχιστος: -ον, ὁ ἐντὸς ἐσχισμένος, σχιστός, θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 2.