τεχνούργημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A a work of art, Corp.Herm.3.4.
German (Pape)
[Seite 1104] τό, künstliche Arbeit, Kunstwerk, Eumath. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνούργημα: τό, ἔργον τέχνης, Εὐμάθ. ἢ Εὐστάθ. Καθ’ Ὑσμίνην κ. Ὑσμινίαν 54.