ἁρπαστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A rapacious, like birds of prey, Arist.Phgn.813a19; κέρδους Phld. Oec.p.69J.
German (Pape)
[Seite 358] räuberisch, Arist. Physiogn. 6, 47.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπαστικός: ἡ, όν, οὗ ἡ φύσις εἶναι ν’ ἁρπάζῃ, ἁρπακτικός, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 47.