εἶτα

From LSJ
Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἶτα Medium diacritics: εἶτα Low diacritics: είτα Capitals: ΕΙΤΑ
Transliteration A: eîta Transliteration B: eita Transliteration C: eita Beta Code: ei)=ta

English (LSJ)

Ion. εἶτεν (q.v., cf. ἔπειτα, -εν), Adv., used to denote the Sequence of one act or state upon another :    I of Sequence in time, without any notion of Cause, then, next, πρῶτα μέν.., εἶτα.. S.El.262, cf. Pl.Phdr.251a, etc. ; soon, presently, S.OT452 ; εἶτα τί τοῦτο; well, what then? Ar.Nu.347, Pl.Prt.309a ; εἶτα.. τότε then.. after that, Ar.Eq. 1036 codd. (fort. τόδε) : freq. repeated, sts. alternating with ἔπειτα, then.., next.., then.., after that.., etc., Men.154, etc. ; with πάλιν, SIG1171 ; εἶτ' οὖν also, Sch.Pi.O.7.68.    2 freq. with finite Verb after a part., expressing surprise or incongruity, and then, and yet, μή μοι προτείνων κέρδος εἶτ' ἀποστέρει A.Pr.777 ; ἆρα κλύουσα, μῆτερ, εἶτ' ἔρξεις κακῶς ; E.El.1058, cf. S.El.53, Aj. 468, 1092, 1094, X.An.1.2.25, etc. ; cf. ἔπειτα 1.3.    II to denote Consequence, and so, therefore, accordingly ; esp. in questions or exclamations to express surprise, indignation, contempt, sarcasm, and the like, and then..? and so..? κᾆτ' οὐ δέχονται λιτάς ; S.Ant. 1019, cf. OC418 ; εἶτ' ἐγὼ μὲν οὐ φρονῶ ; E.Andr.666 ; κᾆτα ποῦ' στιν ἡ δίκη; Id.Ph.548 ; εἶτ' ἐσίγας, Πλοῦτος ὤν ; Ar.Pl.79 ; εἶτ' ἄνδρα τῶν αὑτοῦ τι χρὴ προϊέναι ; Id.Nu.1214 ; εἶτ' οὐκ αἰσχύνεσθε ; D.1.24, cf. Pl.Ap.28b ; οὐκ οἴεσθε δεῖν χρήματα εἰσφέρειν, εἶτα θαυμάζετε.. ; D. 21.203 ; εἶτ' οὐκ ἐπῳδούς φασιν ἰσχύειν τινές ; Antiph. 217.15 ; εἶτ' οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος φυτόν ; Alex.141.1, etc.

German (Pape)

[Seite 747] darauf, hernach, sodann, eine Zeitfolge angebend, Tragg. u. in attischer Prosa; oft entsprechen sich in Aufzählungen πρῶτον – εἶτα, Soph. El. 254; Plat. Phaedr. 251 a; πρῶτον μὲν – εἶταεἶτα Crat. 426 d; πρῶτον μὲν – ἔπειταεἶτα Theaet. 194 d; vgl. Krüger zu Xen. An. 1, 3, 2 u. a. a. O. über das oft fehlende δέ. – Eine Folge drückt es auch aus, wo es ein Participium aufnimmt u. oft pleonastisch erscheint, μή μοι προτεί. νων κέρδος, εἶτ' ἀποστέρει Aesch. Prom. 779; ἐξάραντες εἶτ' ἐλαύνετε Soph. O. C. 265; μὴ γνώμας ὑποστήσας σοφὰς εἶτ' ὑβριστὴς γένῃ Ai. 1071; in Prosa, πότερον ἔχων αὐτὸ – εἶτα ἐπιθυμεῖ – ἢ οὐκ ἔχων Plat. Conv. 200 a; οὐ δυναμένους εὑρεῖν τὰς ὁδοὺς εἶτα πλανωμένους ἀπολέσθαι Xen. An. 1, 2, 25; das Particip ist gewöhnlich dann mit obgleich zu übersetzen. – In Fragen drückt es ebenfalls eine Schlußfolge aus, bes. wenn das unerwartet Eintretende, Auffallende oder der Mangel einer vernünftigen Gedankenfolge angedeutet werden soll, dah. bes. in unwilligen u. ironischen Fragen, itane? itane vero? ei wirklich? so? κᾆθ' οἱ κάκιστοι πάρος τοὐμοῦ πόθου προὔθεντο τὴν τυραννίδα; Soph. O. C. 419, u. doch? in der That? Bes. häufig bei Ar. u. Plat., εἶτα τί τοῦτο; Ar. Nub. 346 Plat. Prot. 309 a, was weiter? was macht denn das aus? – Häufig ist die Krasis κᾆτα, = καὶ εἶτα. Vgl. ἔπειτα.

Greek (Liddell-Scott)

εἶτα: Ἰων. εἶτεν (πρβλ. ἔπειτα, -εν), Ἐπίρρ. δηλοῦν τὴν ἀκολουθίαν πράξεως ἢ καταστάσεως: 1) ἐπὶ ἁπλῆς χρονικῆς ἀκολουθίας ἄνευ αἰτιολογίας τινός, ἀκολούθως, μετὰ ταῦτα, ἔπειτα, Λατ. deinde, πρῶτα μὲν τὰ μητρὸς..., εἶτα δώμασιν ἐν τοῖς ἐμαυτῆς Σοφ. Ἠλ. 260, Πλάτ., κτλ.· μετ’ ὀλίγον, εἶτα δ’ ἐγγενὴς φανήσεται Θηβαῖος Σοφ. Ο. Τ. 452· εἶτα τί τοῦτο; ἔπειτα, τί μὲ τοῦτο; Ἀριστοφ. Νεφ. 347, Πλάτ. Πρωτ. 309Α· ὦ τάν, ἄκουσον, εἶτα διάκρινον τότε Ἀριστοφ. Ἱππ. 1036· - συχνάκις ἐπαναλαμβάνεται, ἐνίοτε μάλιστα, ἐναλλὰξ μετὰ τοῦ ἔπειτα, ἐξώλης ἀπόλοιθ’ ὅστις ποτὲ ὁ πρῶτος ἦν γήμας, ἔπειθ’ ὁ δεύτερος, εἶθ’ ὁ τρίτος, εἶθ’ ὁ τέταρτος, εἶθ’ ὁ μεταγενὴς Μένανδρ. ἐν «Ἐμπιπρασκομένῃ» 1, ἐν Ἀδήλ. 17, κτλ. 2) τὸ εἶτα, συχνάκις εὕρηται μετὰ παρεμφατικοῦ ῥήματος προηγουμένης μετοχ., ἔνθα ἡ μετοχὴ δύναται νὰ τραπῇ εἰς παρεμφατικὸν ῥῆμα καὶ τὸ εἶτα νὰ ἑρμηνευθῇ: καὶ ἔπειτα..., δηλουμένης οὕτω δυσπιστίας τινός, μή μοι προτείνων κέρδος εἶτ’ ἀποστέρει Αἰσχύλ. Πρ. 777· ἆρα κλύουσα, μῆτερ, εἶτ’ ἔρξεις κακῶς; Εὐρ. Ἠλ. 1058· πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 52, Αἴ. 460, 1092, 1094, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 5, κτλ.· πρβλ. ἔπειτα Ι. 3. ΙΙ. ἐπὶ ἐρωτήσεων ἢ ἀναφωνήσεων πρὸς δήλωσιν ἐκπλήξεως ἀγανακτήσεως, περιφρονήσεως, σαρκασμοῦ καὶ τῶν ὁμοίων, καὶ λοιπόν...; καὶ τότε...; κᾆτ’ οὐ δέχονται λιτάς; Σοφ. Ἀντ. 1019. πρβλ. Ο. Κ. 418· εἶτ’ ἐγὼ μὲν φρονῶ; Εὐρ. Ἀνδρ. 666· κᾆτα ποὖστιν ἡ δίκη; ὁ αὐτ. Φοίν. 548· εἶτ’ ἐσίγας, Πλοῦτος ὢν Ἀριστοφ. Πλ. 79· εἶτ’ ἄνδρα τῶν αὑτοῦ τι χρὴ προϊέναι ὁ αὐτ. Νεφ. 1214· εἶτ’ οὐκ αἰσχύνεσθε; Δημ. 16. 11· οὐ γὰρ οἴεσθε δεῖν χρήματα εἰσφέρειν, εἶτα θαυμάζετε...; ὁ αὐτ. 579. 27· εἶτ’ οὐκ ἐπωδούς φασιν ἰσχύειν τινές; Ἀντιφάν. ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 15· εἶτ’ οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος φυτόν; Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 1, κτλ.