διάσταλμα
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ατος, τό,
A ordinance, regulation, BGU913.9 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
διάσταλμα: τό, διανομή, ῥήματος Κλήμ. Ἀλ. 677.