ἐρίθακος
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
English (LSJ)
ὁ,
A robin-redbreast, Erithacus rubecula, Arist.HA592b22, Gp.15.1.22, etc.; cf. ἐριθεύς, ἐρίθυλος:—the bird described as imitative by Porph.Abst.3.4 must be different.
German (Pape)
[Seite 1028] ὁ, ein Vogel, der wie die Papageien u. Elstern sprechen lernte, Arist. H. A. 9, 49, auch ἐριθεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίθακος: ὁ, πτηνὸν λάλον διδασκόμενον νὰ ψελλίζῃ λέξεις ὡς ὁ ψιττακός, «ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον» Σουΐδ. - Κατ’ Ἀριστοτέλ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 4), μεταβάλλουσι δὲ καὶ οἱ ἐρίθακοι καὶ οἱ καλούμενοι φοινίκουροι ἐξ ἀλλήλων· ἔστι δὲ ὁ μὲν ἐρίθακος χειμερινόν, οἱ δὲ φοινίκουροι θερινοί, διαφέρουσι δὲ ἀλλήλων οὐθὲν ὡς εἰπεῖν, ἀλλ’ ἢ τῇ χρόᾳ μόνον· πρβλ. Ἀποσπ. τοῦ αὐτοῦ 241. 10. - Παροιμ., οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους, «ἔστι δὲ ὄρνεον ὑπὸ μέν τινων καλούμενον ἐριθεύς, ὑπὸ δὲ ἑτέρων ἐρίθυλος, ὑπὸ τῶν πλειόνων ἐρίθακος» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 922 (927)· - ὁ Adams νομίζει ὅτι ὁ ἐρίθακος εἶναι ἡ πυραλλίς, «πετρίτης».