συσπείρω
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
A sow or scatter together with, Gp.11.5.2, 12.7.2:—Pass., Luc.Dom.8, Porph.VP44; ἐν ἑαυτῷ συνεσπαρμένον Dam.Pr.107.
German (Pape)
[Seite 1043] mit, zugleich, zusammen säen, besäen, Clem. Al. u. a. Sp.; χρυσὸς τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένος, mit darunter gestreu't, Luc. dom. 8.
Greek (Liddell-Scott)
συσπείρω: σπείρω ὁμοῦ, μετὰ δὲ τοῦ σπόρου τῶν κυπαρίσσων σύσπειρον κριθὰς ἀραιὰς Γεωπ. 11. 5, 2., 12. 7, 2· -Παθ. μεταφορ., τὸν χρυσόν... τῷ λοιπῷ κόσμῳ συνεσπαρμένον Λουκ. π. Οἴκ. 8.