συνεπαινέω
English (LSJ)
A approve together, give joint assent, consent, approve, πόλις καὶ τὸ δίκαιον ξ. A.Th.1079 (anap.), cf. X.Cyr.4.3.23 (v.l.), D.18.179: c. inf., ξ. μάχεσθαι join in the recommendation to fight, Th.4.91, cf. X.Cyr.5.3.34; σ. τι approve, consent or agree to, Id.An.7.3.36, Pl.Hp.Mi.363a; σ. τινὶ ὅ τι ἂν πράττῃ agree with one in all that he does, D.Prooem. 28. II join in praising, τινα X.Eq.Mag.5.14codd., Pl.Mx.246a:— Pass., Arist.Rh.1415b28.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπαινέω: μέλλ. -έσω, Ἐπικ. -ήσω ― συνεπιδοκιμάζω, συναινῶ, συγκατανεύω, ξ. πόλις καὶ τὸ δίκαιον Αἰσχύλ. Θήβ. 1073, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 23, Δημ. 288. 6· ― μετ’ ἀπαρ., σ. μάχεσθαι, καὶ ἐγὼ προτείνω ἢ συμβουλεύω νὰ γίνῃ μάχη, Θουκ. 4. 91, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 3, 34· ― σ. τι, ἐπιδοκιμάζω, συναινῶ ἢ συμφωνῶ εἴς τι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 3, 36. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. ἐν τῇ ἀρχ.· σ. τινι ὅ,τι πράττῃ, συμφωνῶ μετά τινος εἰς πᾶν ὅ,τι πράττει, Δημ. 1438, 9. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ ἐπαινῶ, τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 14, Πλάτ. Μενέξ. 246Α· ― Παθητ., Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11.