ἀπώλεια
English (LSJ)
ἡ,
A destruction, Arist.EN1120a2, etc.: pl., Id.Mete.351b11. II loss, Id.Pr.952b26; opp. τήρησις, Plb.6.59.5 Schweigh., cf. BGU1058.35, al. (i B. C.); τῶν χρόνων ἀ. Diog.Oen.1. 2 perdition, Ep.Rom.9.22, 2 Ep.Thess.2.3. 3 thing lost, LXXLe.6.3 (5.22).
German (Pape)
[Seite 342] ἡ, das Verlieren, der Verlust, Demad. 2; Ggstz τήρησις Pol. 6, 59, 5; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπώλεια: ἡ, τὸ ἀπόλλυσθαι, καταστροφή, ἄσωτος γὰρ ὁ δι’ αὑτὸν ἀπολλύμενος, δοκεῖ δὲ ἀπώλειά τις αὑτοῦ καὶ ἡ τῆς οὐσίας φθορὰ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 5, πρβλ. 17. 3, 2· πληθ., ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 14, 5. ΙΙ. ἀπώλεια, χάσιμον, ὁ αὐτ. Πρβλ. 29. 14, 10. 2) θρησκευτικῶς καὶ ἠθικῶς, ἡ ἀπώλεια, ἡ καταστροφὴ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 13, σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν Ἐπιστ. π. Ρωμ. Θ΄, 22, πρὸς Θεσσ. β΄, 3.