ἀλώπηξ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
[ᾰ], εκος (also
A ἀλώπηκος Anan.5), ἡ; dat. pl., ἀλώπεξι LXX 3 Ki.21.10, Ep. ἀλωπήκεσσι Opp.C.1.433:—fox, Canis vulpes (smaller Egyptian species Arist.HA606a24, C. niloticus), Archil.86.2, 89.5, Semon.7.7, Hdt.2.67, etc.: of sly persons, ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν Sol.11.5; μῆτιν ἀ. a very fox for craft, Pi.I.4(3).65: prov., τὴν . . Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑλκτέον ἐξόπισθεν we must trail Archilochus' foxskin behind, i.e. deceive by false appearances, Pl.R.365c; πολλῆς αὐτῆς τῆς ἀ. ἐπιχέαντες Eun.Hist.p.249D.; ἡ ἀ. τὸν βοῦν ἐλαύνει 'sleight masters might', Diogenian.2.73; πεινῶσαν ἀ. ὕπνος ἐπέρχεται 'qui dort dine', Id.7.91; ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ 'ex pede Herculem', Id.5.15; ἀλλ' οὐκ αὖθις ἀ. (sc. πάγαις ἁλώσεται) 'a burnt child dreads the fire', Id.2.15. II a large bat, Sciurus or Pteromys volans, Arist.HA490a7. III = ἀλωπεκίας 11, ib.566a31. IV in pl., muscles of the loins, psoas-muscles, Clearch.92, Ruf.Onom.189. V = ἀλωπεκία 1, mange, Herod.7.72, Call.Dian. 79: in pl., bald patches, Hp.Aff.35. VI kind of dance, dub. in S.Fr.419 (prob. in sense v), cf. Hsch.s.v. ὄρχησις.
German (Pape)
[Seite 113] εκος, ἡ (Her. ἀλωπέκεων gen. pl. 3, 102; ἀλωπεκέεσσι Opp. Cyn. 1, 433), der Fuchs, Pind. αἴθων Ol. 10, 20; μῆτιν ἀλώπηξ, an Schlauheit ein Fuchs, I. 3, 65; κερδαλέα καὶ ποικίλη Plat. Rep. II, 365 c; häufig ein listiger, ränkevoller Mensch, ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν Solon bei Plut. Sol. 30. Auch gleich ἀλωπεκῆ, Fuchsbalg, s. Ruhnk. zu Tim. 257; Krankheit, ἀλωπεκία, Call. Dian. 79; Hippocr. – Bei Arist. H. A. 1, 5 πτηνὰ δερμόπτερα, οἷον ἀλώπηξ wahrscheinlich sciurus volans. – Auch ein Fisch, Arist. H. A. 6, 10; Opp. H. 3, 144; Ael. H. A. 9, 12. S. ἀλωπεκίας. – Nach Ath. IX, 399 b und Poll. 2, 185 die Lendenmuskeln.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλώπηξ: [ᾰ], εκος, ἡ, ὡσαύτως ἀλώπηκος παρ’ Ἀνανίῳ 5. Bgk: δοτ. πληθ. ἀλωπήκεσσι, Ὀππ. Κ. 1. 433: - ἀλώπηξ, «ἀλεποῦ», canis vulpis (σμικρότερον Αἰγυπτιακὸν εἶδος ἐν Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 28, 7, Can. Niloticus)· Ἀρχίλ. 8. 6, Σιμων. Ἰαμβ. 7. 7, Σόλων 11. 5, Ἡρόδ. 2. 67, κτλ.: συχνάκις ἐπὶ πανούργων ἀνθρώπων, ὡς λέγομεν καὶ νῦν «εἶναι μιὰ ἀλεποῦ!» (πρβλ. κίναδος): ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνειν, Σόλων ἔνθ’ ἀνωτ.: μῆτιν ἀλώπηξ = ὡς πρὸς τὴν πανουργίαν εἶναι ἀληθὴς ἀλώπηξ, Πινδ. Ι. 4. 79 (3. 65)· παροιμ. τὴν… Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑλκτέον ἐξόπισθεν = πρέπει νὰ σύρωμεν τὴν ἀλωπεκῆν τοῦ Ἀρχιλόχου κατόπιν μας, δηλ. ὅπως ἐξαπατήσωμεν, Πλάτ. Πολ. 365C· ἡ ἀλώπηξ τὸν βοῦν ἐλαύνει, διὰ τῆς πανουργίας ὁ μικρὸς νικᾷ τὸν μέγαν, Παροιμ. Διογ. ΙΙ, 73. 2) = ἀλωπεκῆ, δέρμα ἀλώπεκος, Ruhnk Τίμ. ἐν λ. τὴν ἀλ., ὡς λέων ἀντὶ λεοντῆ. ΙΙ. πτηνὰ δερμόπτερα οἷον ἀλώπηξ, εἶδος ἱπταμένου σκιούρου (ἢ pteromys volans), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 5, 10. ΙΙΙ. εἶδος καρχαρίου ἢ σκυλοψάρου, (ἴδε ἀλωπεκίας ΙΙ), αὐτόθι 6. 11, 8. IV. κατὰ πληθ. ἀλώπεκες = οἱ κατὰ τοὺς νεφροὺς μυῶνες, ψόαι ἢ νεφρομῆτραι, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 399Β, πρβλ. ψόα. V. = ἀλωπεκία Ι, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 79. VI. εἶδος χοροῦ, Σοφ. Ἀποσπ. 369, πρβλ. γλαῦξ Ι. 2, λέων V. (Ὁ Pott παραβάλλει τὸ Σανσκρ. lôp-âças, ὁ ἐσθίων θνησιμαῖα, ἀλλ’ ὁ Κούρτιος νομίζει ὅτι ἡ ὁμοιότης εἶναι τυχαῖα καὶ ταυτίζει τὸ ἀλώπηξ (τοῦ α λαμβανομένου ὡς προθεματικοῦ εὐφωνικοῦ) μὲ τὰ Λιθουαν. lape, lapùkas (vulpes, vulpecula). Ἡ Λατ. λέξις vulpes δυνατὸν νὰ εἶναι ἐπίσης ἡ αὐτὴ μὲ τὰς ἀνωτέρω λέξεις, ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃ ἀπολεσθῇ τὸ υ ἔν τε τῇ Ἑλλ. καὶ Λιθουαν.).