ἀντερῶ
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
fut. without any pres. in use: pf.
A ἀντείρηκα S.Ant.47 (cf. ἀντεῖπον):—speak against, gainsay, S.l.c.; τεθνάναι δ' οὐκέτ' ἀ. θεοῖς A.Ag.539; τι πρός τινα Ar.Nu.1079; πρός τι Ach.701; τινί Pl.R. 580a:—Pass., οὐδὲν ἀντειρήσεται no denial shall be given, S.Tr.1184; τὰ-ημένα Gal.5.477.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντερῶ: μέλλ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει: πρκμ. ἀντείρηκα Σοφ. Ἀντ. 47· (πρβλ. ἀντεῖπον): ― θὰ ἀντείπω, θὰ ἀντιλέξω, αὐτόθι, τεθνάναι τ’ οὐκέτ’ ἀντερῶ θεοῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 539· τάδ’ ἀντερεῖς πρὸς αὐτὸν Ἀριστοφ. Νεφ. 1079· πρός τι ὁ αὐτ. Ἀχ. 701: ― Παθ., οὐδὲν ἀντιρήσεται, οὐδεμία ἄρνησις θὰ γείνῃ, Σοφ. Τρ. 1184.