μεταληπτέον
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
A one must have a share of, τῷ ἑνὶ μ. οὐσίας Pl.Prm. 163d: abs., Iamb.Protr.21.ιθ. II one must take instead, τι ἀντί τινος Arist.APr.48a27. III pl. μεταληπτέα, one must resume, τοῦ προτέρου λόγου Agath.3.1.
Greek (Liddell-Scott)
μεταληπτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μεταλαμβάνω, δεῖ μεταλαμβάνειν ἢ μεταλαβεῖν, τινὸς Πλάτ. Παρμ. 163D. ΙΙ. πρέπει τις νὰ λάβῃ ἀντί τινος, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρ. 1. 34, ἐν τέλ.