δημηγορέω

From LSJ
Revision as of 11:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημηγορέω Medium diacritics: δημηγορέω Low diacritics: δημηγορέω Capitals: ΔΗΜΗΓΟΡΕΩ
Transliteration A: dēmēgoréō Transliteration B: dēmēgoreō Transliteration C: dimigoreo Beta Code: dhmhgore/w

English (LSJ)

   A practise speaking in the assembly, Ar.Eq.956, etc.; πρὸ τοῦ πολιτεύεσθαι καὶ δ. ἐμέ D.18.60; δ. περί τινος Lys.14.45; δ. πρός τινας Pl.Lg.817c; ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Fr.83: c. acc. cogn., δ. καὶ συνηγορεῖν λόγους D.19.15; δ. λόγον παρά τισι Id.23.110:—Pass., τὰ δεδημηγορημένα public speeches, Id.19.9.    II esp. make popular speeches, use clap-trap, ταῦτα δημηγορεῖς Pl.Grg.482c: abs., ib.503b, Tht.162d, R.350e; τῶν δημηγοριῶν ὧν δ. D.21.202; δ. πρὸς χάριν, πρὸς ἡδονήν, Id.3.3,4.38, cf. Hermog.Meth.1.

German (Pape)

[Seite 561] ein Volksredner sein, zum Volke sprechen, Ar. Equ. 951 u. öfter; Xen. Mem. 3, 6, 1; πρὸς παῖδας καὶ γυναῖκας, öffentlich zu ihnen sprechen, Plat. Legg. VII, 817 c; u. öfter bei Rednern, z. B. Andoc. 4, 22; Lys. 6, 33; λόγους, Dem. 19, 15; τὰ δεδημηγορηαένα, 19, 9; πρὸς χάριν 3, 3; u. ohne Zusatz, den Zuhörern Angenehmes, nicht das Wahre u. Nützliche sprechen, wie die Redner das Volk durch Redekünste irre führten, vgl. Plat. Gorg. 482 c u. 519 d.

Greek (Liddell-Scott)

δημηγορέω: εἶμαι δημηγόρος, λαλῶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ δήμου, Λατ. conionari, Ἀριστοφ. Ἱππ. 956, κτλ.· πρὸ τοῦ πολιτεύεσθαι καὶ δ. ἐμὲ Δημ. 245. 9· δ. περί τινος Λυσ. 144. 5· δ. πρός τινας Πλάτ. Νόμ. 817C· ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ἀποσπ. 72· - ὡσαύτως μετὰ συστοίχου αἰτιατ., δ. λόγον Δημ. 345. 29· δ. τι παρά τισι ὁ αὐτ. 657. 3. - Παθ., τὰ δεδημηγορευμένα, δημόσιαι ἀγορεύσεις, δημηγορίαι, ὁ αὐτ. 344. 2. ΙΙ. ἰδίως = ἀγορεύω οὕτως ὥστε νὰ ἑλκύσω τὴν εὔνοιαν τοῦ δήμου, κάμνω ἀγορεύσεις πλήρεις δημαγωγικῶν σοφισμάτων, ἀγορεύω ad captandum, μεταχειρίζομαι δημαγωγικὰ τεχνάσματα, Πλάτ. Γοργ. 482C, 503Β, Θεαιτ. 162D, Πολ. 350Ε· τῶν δημηγοριῶν ὧν δημ. Δημ. 579. 15· δημ. πρὸς χάριν, πρὸς ἡδονὴν ὁ αὐτ. 29. 17., 51. 9. - Πρβλ. δημόομαι, ῥητορεύω.