ἑτερόμαλλος

From LSJ
Revision as of 11:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόμαλλος Medium diacritics: ἑτερόμαλλος Low diacritics: ετερόμαλλος Capitals: ΕΤΕΡΟΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: heterómallos Transliteration B: heteromallos Transliteration C: eteromallos Beta Code: e(tero/mallos

English (LSJ)

ον,

   A woolly, shaggy on one side, Str. 5.1.12: alsoἑτερο-μαλλής, ές, Hsch.s.v. καυνάκαι.

German (Pape)

[Seite 1049] auf der einen Seite zottig, Strab. V p. 218.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόμαλλος: -ον, λάσιος, δασὺς, ἐπὶ τοῦ ἑνὸς μέρους, Στράβ. 218. - ἑτερομαλλής, ές, «καυνάκαι· στρώματα ἢ ἐπιβόλαια ἑτερομαλλῆ» Ἡσύχ. ἐν λ. καυνάκαι (ἀλλὰ κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 22, τὸ ἑτερομαλλῆ ὡς ἀσύστατον τρεπτέον εἰς τὸ ἑτερόμαλλα).