χρυσοδαίδαλτος
English (LSJ)
ον,
A decked with rich work of gold, Ar.Ec.972 (lyr.), E.IA219(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1380] = Vorigem, Ar. Eccl. 972.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοδαίδαλτος: -ον, κεκοσμημένος διὰ ποικίλων χρυσῶν κοσμημάτων, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 972, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 219 (Νόθ.).