ἀνδρόσακες
From LSJ
English (LSJ)
ους, τό,
A sea-navel, Acetabularia mediterranea, Dsc.3.133.
German (Pape)
[Seite 219] ους, τό, Pflanze, Diosc., madrepora acetabulum, L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόσακες: τό, ὅπερ καὶ πικρὰς ὀνομάζεται, εἶναι πόα «λευκή, λεπτόκαρπος, πικρά, ἄφυλλος, θυλάκιον ἐπὶ τῆς ἔχουσα περιεκτικὸν σπέρματος· γίνεται δὲ ἐν Συρίᾳ ἐν παραθαλασσίοις τόποις» Διοσκ. 140 (150).