ἀκρόδρυα
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
τά, prop.
A fruits grown on upper branches of trees, esp. hard-shelled fruits, opp. ὀπώρα, Hp.Aff.61, Arist.HA606b2, cf. Gp. 10.74.2, Ath.2.52a; also, fruits generally, Glaucides ap.eund.3.81a, Arist.Pr.930b26, PPetr.3p.196 (iii B. C.), PAvrom.1 A13 (i B. C.), Plu.Alex.23; μάζῃ καὶ τοῖς ἀ. ἀρκούμενοι Epicur.Fr.466. 2 trees which produce such fruits, Pl.Criti.115b, X.Oec.19.12, Thphr.CP6.11.2; φυτὰ ἀκροδρύων D.53.15:—fruit-trees in general (incl. vine and olive), Thphr.HP4.4.11. (Sg. in AP9.555 (Crin.), Ath.2.49e; cf. ἀκρόδρυον· πλῆρες μέτρον (Tarent.), Hsch.)
German (Pape)
[Seite 83] τά, 1) Fruchtbäume, Xen. συκῆ καὶ τὰ ἄλλα ἀκρ. Oec. 19, 12; Plat. Crit. 115 b. – 2) Obst (πᾶσα ὀπώρα Herodian.; πάντες οἱ τῶν δένδρων καρποί Suid.), bes. mit holziger Schale (Geop. ὅσα ἔξωθεν ἔχει κέλυφος, οἷον ῥοιά, πιστάκια, κάστανα). Arist. H. A. 8, 28 vrbdt οὔτ' ἀκρ. οὔτ' ὀπώρα, aber bei Ath. III, 20 (81 A) sind μῆλα κυδώνια ἄριστα τῶν ἀκρ.; Pallad. 21 (IX, 377) χλωρά; sonst Plut. u. Luc.; der sing. ist selten, Crinag. 23 (IX, 555); Ath. II, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόδρυα: τά, ὀπωροφόρα δένδρα, Πλάτ. Κριτί. 115Β, Ξεν. Οἰκ. 19. 12. ΙΙ. ὀπῶραι, καρποί, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 28, 8˙ πρβλ. 22. 8˙ - κατὰ τὸ Γεωπ. 10. 74, κυρίως ἐπὶ ὀπωρῶν ἐχουσῶν τραχὺ ἢ σκληρὸν τὸ κέλυφος, οἷα αἱ βάλανοι, τὰ κάστανα, οὕτω δρυὸς ἄκρα, παρὰ Θεοκρ. 15. 112: - τὸ ἑνικ. εὕρηται ἐν Ἀνθ. Π. 9. 555, Ἀθήν. 49Ε.