κύβη
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
ἡ,
A head, only as etym. of κυβιστάω, EM543.22; cf. κύμβη (B).
Greek (Liddell-Scott)
κύβη: ἡ, ἡ κεφαλή· εὕρηται μόνον παρὰ Γραμμ. ὡς ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 543. 22 (ἔνθα φέρεται κύμβη, αὐτόθι 545, 27, Εὐστ. 584. 17), ὡς ἡ ῥίζα τῶν λ. κύβδα, κοβιστάω, κύβηβος, κύμβαχος, κύπτω, κυφός, κτλ.· πρβλ. κέβλη = κεφαλή.