ἀσχήμων
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (σχῆμα)
A misshapen, ugly, Hp.Art.27, Procl.in Prm.p.624S. II unseemly, shameful, E.Hel.299, Pl.Phlb.46a, Arist.Pol.1336b14, etc. 2 of persons, ἀ. γενέσθαι to be indecorous, Hdt.7.160; ἀσχημονέστερος Arist.EN1127b13. III Adv. -νως J.BJ2.12.1, Phld. Sign.29: Sup. -έστατα very meanly, Pl.Lg.959d.
German (Pape)
[Seite 382] ον (σχῆμα) ungestaltet, häßlich, Herodian. 5, 6, 24; bes. übertr., unanständig, turpis, αγχόναι Eur. Hel. 306; öfter bei Plat., auch Sp. – Adv ἀσχημόνως; οὐκ ἀσχημονέστατα Legg. XII, 959 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσχήμων: -ον, γεν. ονος, (σχῆμα) μὴ ἔχων σχῆμα ἢ μορφήν, κακῶς ἐσχηματισμένος, δυσειδής, ἄσχημος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796. ΙΙ. ἀπρεπής, ἄξιος αἰσχύνης, αἰσχρός, Λατ. turpis, ἀντίθετον τῷ εὐσχήμων, Εὐρ. Ἑλ. 299, Πλάτ. Φιλ. 46Α, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀσχήμων γενέσθαι, Ἡρόδ. 7.160· ἀσχημονέστερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 11. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νως Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 12, 1· ὑπερθ. -έστατα Πλάτ. Νόμ. 959D.