ἐπήκοος

Revision as of 11:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

Dor. ἐπάκοος [ᾱ], ον,

   A listening, giving ear to, c.gen., ἐμῶν ἔργων A.Ag.1420; κακῶν, δίκης, Id.Ch.980, Eu.732; ἐ. καὶ θεαταὶ δικῶν Pl.Lg.767d; λόγων Id.R.499a: less freq. c. dat., εὐχαῖς Id.Phlb.25b; ἐ. εἶναι γονεῦσι πρὸς τέκνα θεούς Id.Lg.931c; ὧν ηὔχοντο τὰ μέγιστα αὐτοῖς οἱ θεοὶ ἐ. γεγόνασι Id.Mx.247d; γυναιξίν AP9.303 (Adaeus): abs., listening to prayer, of gods, Pi.O.14.14 codd., Ar.Th. 1157 (lyr.), BGU1216.50 (ii B.C.); Ἀσκληπιῷ ἐ. θεῷ IG12(8).366 (Thasos); epith. of Artemis, IG14.963, 12(9).1262 (Attica), etc.    2 obedient, ψυχαί J.BJ3.8.5.    II within hearing, within ear-shot, εἰς ἐπήκοον στῆσαί τινα, καλέσασθαι, X.An.2.5.38, 3.3.1; ἐν ἐπηκόῳ εἶναι, στῆναι, J.BJ5.9.3,3.10.2; ἐξ ἐπηκόου Luc.Cont.20; ἐς τὸ ἐπηκοώτατον τοῦ οὐρανοῦ Id.Icar.23; ἀναγνῶναι ἐς ἐ. ἅπασι Id.Symp. 21    III Pass., heard, listened to, ἃ πᾶς ὑμνεῖ ἐπήκοα γενέσθαι παρὰ θεῶν Pl.Lg.931b; ἐ. αἱ τοῦ θεοφιλοῦς εὐχαί Ph.1.296.    IV Subst. ἐπήκοος, Dor. ἐπάκοος, ὁ, witness to a transaction, IG5(1).1228 (Taenarum), al., dub. in Foed.Delph.Pell.1A15; ἐπήκοοι delegates, IG11(4).1065. (Dual ἐπακόω ib.5(1).1230, ἐπάκω 1231, 1233, ἐπάκοε 1232.)

German (Pape)

[Seite 920] (vgl. ἐπακουός), 1) darauf hörend, erhörend, bes. von den Göttern, ἐπάκοος γενεῦ Pind. Ol. 14, 15; δίκης, κακῶν, Aesch. Eum. 702 Ch. 974; vgl. Ag. 1394; λόγων Eur. Heracl. 120; ἄν πέρ γε ἐμαῖς εὐχαῖς ἐπ. γίγνηταί τις τῶν θεῶν Plat. Phil. 25 b; ὧν εὔχοντο τὰ μέγιστα αὐτοῖς οἱ θεοὶ ἐπ. γεγόνασι, haben sie erhört, Menex. 247 d; καὶ θεαταί Legg. VI, 767 d. – Aber Plat. Legg. XI, 931 b ἃ πᾶς ὑμνεῖ ἐπήκοα γενέσθαι παρὰ θεῶν = was erhört worden von Seiten der Götter. – 2) der Ort, von wo aus man hören kann; ἔστησαν εἰς ἐπήκοον Xen. An. 2, 5, 38, εἰς ἐπ. καλεσάμενος αὐτούς 3, 3, 1, προσελθόντες εἰς ἐπ. ἠρώτων 4, 4, 5, immer von Verhandlungen mit Feinden, bei denen man sich gegenseitig auf Hörweite nähert; ἐς τὸ ἐπηκοώτατον τοῦ οὐρανοῦ Luc. Icarom. 23; ἀναγνῶναι ἐς ἐπ., so daß es Alle hören können, Conv. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπήκοος: Δωρ. ἐπάκοος, ον, (ἐπακούω):- ὁ ἐπακούων, δίδων προσοχὴν εἰς τοὺς λόγους τινός, μετὰ γεν., ἐμῶν ἔργων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1420· κακῶν, δίκης ὁ αὐτ. Χο. 980, Εὐμ. 732· λόγων Πλάτ. Πολ. 499Α· ἧττον συχνῶς μετὰ δοτ., εὐχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 25Β· γονεῦσι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 931Β· γυναιξὶν Ἀνθ. Π. 9. 303·- ἀπόλ., ἐπὶ τῶν θεῶν, ἐπακούων, δίδων προσοχὴν εἰς τὰς προσευχάς, Πινδ. Ο. 14. 21, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1157. ΙΙ. ἐπεὶ δὲ ἔστησαν εἰς ἐπήκοον, ὅτε δὲ ἐστάθησαν εἰς ἀπόστασιν τοιαύτην ὥστε ν’ ἀκούηται ἡ ὁμιλία, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 38., 3. 3, 1· ὡσαύτως, ἐξ ἐπηκόου Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 20· ἐς τὸ ἐπηκοώτατον τοῦ οὐρανοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρομ. 23· ἀναγνῶναι ἐπ. ἅπασι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. ἢ Λαπίθ. 21. ΙΙΙ. Παθ., ὁ ἀκουόμενος, ἀκουστός, ἃ πᾶς ὑμνεῖ ἐπήκοα γενέσθαι παρὰ τῶν θεῶν Πλάτ. Νόμ. 931Β· ἐπ. αἱ τοῦ θεοφιλοῦς εὐχαὶ Φίλων 1. 296. IV. μάρτυς, Ἐπιγρ. Λακ. Μ. 29, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἐπάκοοι· οἱ μάρτυρες, καὶ οἱ ἐπισκοποῦντες τὰς δικαστικὰς ψήφους». Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.