ἀμφαγαπάω
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
Ep. = foreg., aor.
A ἀμφαγάπησε h.Cer.439; ἑὸν κακὸν ἀμφαγαπῶντες (i.e. Pandora) Hes.Op.58; ἀμφαγαπᾷ Orac. ap. D.S.8 Fr.21.
German (Pape)
[Seite 133] dass., h. Cer. 439; ἑὸν κακόν Hes. O. 58; Tryphiod. 138.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφᾰγᾰπάω: Ἐπ., ὅμοιον τῷ προηγ.: ἀόρ. ἀμφαγάπησε Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 439· ἑὸν κακὸν ἀμφαγαπῶντες (ὅ ε. τὴν Πανδώραν) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 58· ἀμφαγαπᾷ Χρησμ. παρὰ Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σελ. 11.― «ἀμφαγαπῶντες, ἀσπαζόμενοι» Ἡσύχ.