οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: ἀπελάτης | Medium diacritics: ἀπελάτης | Low diacritics: απελάτης | Capitals: ΑΠΕΛΑΤΗΣ |
Transliteration A: apelátēs | Transliteration B: apelatēs | Transliteration C: apelatis | Beta Code: a)pela/ths |
[λᾰ], ου, δ,
A driver away, cattle-lifter, Ptol.Tetr.180, Just. Nov.22.15.1.
ἀπελάτης: -ου, ὁ, ὁ ἀπελαύνων, κλέπτων ζῷα, «ἀπελάτης κυρίως λέγεται ὅστις θρέμματα ἀπὸ βοσκῆς ἢ βουκολίων ἀποσύρει» κτλ. Γλωσσ. νομ. Λαββαίου.