ὅλμος

From LSJ
Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅλμος Medium diacritics: ὅλμος Low diacritics: όλμος Capitals: ΟΛΜΟΣ
Transliteration A: hólmos Transliteration B: holmos Transliteration C: olmos Beta Code: o(/lmos

English (LSJ)

(ὄλμος codd. of Hes. and Hdt., v. infr. 11.1), ὁ,

   A a round smooth stone (περιφερὴς λίθος μάρμαρος, Hsch.), χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας ἀπό τ' αὐχένα κόψας, ὅλμον δ' ὣς ἔσσενε κυλίνδεσθαι δι' ὁμίλου Il.11.147 (from which passage it was taken to signify the human trunk, Poll.2.162, EM460.17).    II later, any cylindrical or bowl-shaped body :    1 mortar, Hes.Op.423, Hdt.1.200, IG22.1126.24, 12(5).872.82(Tenos, iii B. C.), PLille9.9 (iii B. C.), etc.    2 kneadingtrough, Ar.V.201,238.    3 hollow seat on which the Pythia prophesied, hence prov., ἐν ὅλμῳ κοιμᾶσθαι Plu.Prov.2.14 ; ἐν ὅ. εὐνάσω Zen.3.63 ; τοῦ τοίχου τὸ μέρος τοῦ κατὰ τὸν ὅλμον (in the temple of Amphiaraus at Rhamnus), Ἐφ.Ἀρχ. 1909.271.    b support, καθίσας τὸν ἄνθρωπον ὀκλὰξ ἐπὶ ὅλμων δύο Hp.Haem.4.    4 drinking-vessel, Menesth.1.    5 mouthpiece of a flute, Eup.267, cf. Poll.4.70, and v. ὑφόλμιον 11.    6 dial, ὅλμου τοῦ λιθίνου ὃς ἐκαλεῖτο Ἑλληνιστὶ [γν] ώμων PHib.1.27.26 (iii B. C.).    7 stone used as a weight, prov. ὅ. ὑπὲρ κεφαλῆς Lib.Ep.473.3.

German (Pape)

[Seite 324] ὁ (entweder mit εἴλω, εἰλέω, volvo zusammenhangend, od. minder wahrscheinlich mit Buttm. Lexil. I p. 195 von ὀλαί, οὐλαί, ἀλέω abzuleiten), eigtl. ein runder Stein ohne hervortretende Ecken; χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας ἀπό τ' αὐχένα κόψας ὅλμον ἃς ἔσσευε κυλίνδεσθαι δι' ὁμίλου, Il. 11, 147, nach welcher Stelle Spätere den Rumpf des menschlichen Leibes ohne Arme u. Beine u. Kopf so nannten, sonst θώραξ; nach Poll. 2, 162 τὸ ἀπὸ αὐχένος ἕως ἰσχίων σύμπαν. Dann gew. ein walzenförmiger oder halbkugelförmiger Körper; – a) der Mörser; Hes. O. 425; ἐςβάλλουσι ἐς ὃλμον καὶ λεή. ναντες ὑπέροισι, Her. 1, 200. – b) ein Trog, ein Wasserkübel; Ar. Vesp. 201. 238, wo Schol. erkl. ἐργαλεῖον μαγειρικόν, auch hinzusetzen, so heiße ὁ τρίπους τοῦ Ἀπόλλωνος; nach Anderen die Höhlung des Sessels, auf welchem die Pythia beim Wahrsagen saß; daher ἐν ὅλμῳ κοιμᾶσθαι, prophezeien, Zenob. 3, 63. – Ein Trinkgefäß, Ath. XI, 494 b ποτήριον κερατίου τρόπον εἰργασμένον, ὕψος ὡς πυγωνιαῖον, aus Menestheus. – Οἱ ὅλμοι, die Höhlen der Backenzähne, sp. Medic. – Der oberste Theil der Flöte, das Mundstück.

Greek (Liddell-Scott)

ὅλμος: ὁ, κυρίως λίθος στρογγύλος καὶ λεῖος, ὡς τὸ ὁλοίτροχος, χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας ἀπό τ’ αὐχένα κόψας, ὅλμον ὥς, ἔσσευε κυλίνδεσθαι δι’ ὁμίλου, «ἀποκόψας τὰς χεῖρας αὐτοῦ τῷ ξίφει καὶ τὸν αὐχένα ἀποτεμών, ὥσπερ δὲ λίθον κυλινδρώδη ὥρμα κυλίεσθαι διὰ τοῦ στρατοῦ» (Θ. Γαζῆς), κατὰ δὲ τὸν Σχολ. «ὅλμου δὲ δίκην αὐτὸν ῥίψας κυλίεσθαι», Ἰλ. Λ. 147 (ἐκ τοῦ χωρίου δὲ τούτου ἐλαμβάνετο ἡ λέξις ὡς σημαίνουσα τὸν κορμὸν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἀπὸ τοῦ αὐχένος μέχρι τῶν ἰσχίων, Πολυδ. Β΄, 162, Ἐτυμολ. Μέγ. 460. 17. ΙΙ. ἀκολούθως, πᾶν κυλινδρικὸν καὶ κοῖλον ἢ λεκανοειδὲς σῶμα· 1) ἰγδίον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 425, Ἡρόδ. 1. 200, Συλλ. Ἐπιγρ. 1688, κτλ. 2) σκαφίδιον πρὸς ζύμωσιν ἄρτου, Ἀριστοφ. Σφ. 201, 238. 3) τὸ κοῖλον κάθισμα, ἐξ οὗ ἡ Πυθία προεφήτευεν, ὅθενπαροιμία, ἐν ὅλμῳ κοιμᾶσθαι ἢ εὐνάζειν, δηλ. προφητεύειν, Παροιμιογρ.· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 4) ποτήριον κερατίου τρόπον εἰργασμένον, Μενεσθένης παρ’ Ἀθην. 494Α. 5) τὸ στόμιον αὐλοῦ, τὸ εἰς τὸ στόμα προσαρμοζόμενον μέρος αὐτοῦ, Εὔβουλος ἐν «Φίλοις» 6, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 70, καὶ ἴδε ὑφόλμιον ΙΙ. (Ἐκ. τῆς √ϜΕΛ, ἴδε τὴν λέξ. εἴλω).