ἀηδής

From LSJ
Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀηδής Medium diacritics: ἀηδής Low diacritics: αηδής Capitals: ΑΗΔΗΣ
Transliteration A: aēdḗs Transliteration B: aēdēs Transliteration C: aidis Beta Code: a)hdh/s

English (LSJ)

ές, (ἦδος)

   A distasteful, nauseous, of food, drugs, etc., Hp.VM10 (Comp.), Acut.23,Pl.Lg.660a, etc.    2 generally, unpleasant, οὐδέν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι Hdt.7.101, cf. Pl.Lg.893a, al.: freq.in Pl.of narration, ἀηδές or οὐκ ἀηδές ἐστι, Ap.33c, 41b, Phd.84d: Comp., Hdt. l.c.: Sup. -έστατος Pl.Lg.663c, Phdr.240b.    II of persons, disagreeable, odious, ἀπογηράσκων ἀ. γίγνεται Alex.278, cf. D.47.28, Arist. EN1108a30, Thphr.Char.20.1; τινί to one, Pl.Phd.91b, Phld.Ir. p.51 W.    III Adv.-δῶς unpleasantly, ζῆν Pl.Prt.351b; ἀ. ἔχειν τινί to be on bad terms with one, D.20.142, cf. 37.11; ἀ. διακεῖσθαι, διατεθῆναι, πρός τινα, Lys.16.2, Isoc.12.19.    2 without pleasure to oneself, unwillingly, πίνειν, ἀκούειν, X.Cyr.1.2.11, Isoc.12.62; οὐκ ἀ. Pl Prt.335c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀηδής: -ές, (ἦδος) δυσάρεστος εἰς τὴν γεῦσιν, ἄνοστος, ναυτιώδης, ἐπὶ τροφῆς, φαρμάκων, κτλ. Ἱππ. Ἀφ. 1246, Πλάτ. Νόμ. 660Α. 2) καθόλου: περὶ παντὸς δυσαρέστου πράγματος, ὡς, οὐδὲν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι, Ἡρόδ. 7. 101, Πλάτ. Νόμ. 893Α, καὶ ἀλλ. ― Παρὰ Πλάτωνι συχνάκις ἐπὶ διηγήσεως, ἀηδές, ἢ οὐκ ἀηδές ἐστι, Ἀπολ. 33C. 41Β. Φαίδων 84D: ― συγκρ. ἀηδέστερος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω: ― ὑπερθετ. ἀηδέστατος, Πλάτ. Νόμ. 663C. Φαῖδρ. 40Β. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, δυσάρεστος, ἐπαχθής, οὐκ ἀνεκτός· ἀπογηράσκων ἀ. γίγνεται, Ἄλεξ. Ἄδηλ. 15· πρβλ. Δημ. 1147. 12. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7. 13, καὶ ἀλλ. τινί, εἴς τινα, διά τινα, Πλάτ. Φαίδων 91Β. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -δῶς, δυσαρέστως· ζῆν, ὁ αὐτ. Πρωτ. 351Β· πρβλ. Φαίδωνα 88C. καὶ ἀλλ. ἀηδῶς ἔχειν τινί, διατελῶ ἐν δυσαρέστῳ σχέσει πρός τινα, Δημ. 500. 15· οὕτως: ἀηδῶς διακεῖσθαι, ἀηδῶς διατεθῆναι, πρός τινα, Λυσ. 145, 36. Ἰσοκρ. 237Α. 2) δυσαρέστως, ἀκουσίως, οὐκ ἀ., Πλάτ. Πρωτ. 335C, καὶ ἀλλ.