ἀποπνίγω
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
[ῑ], fut.
A -πνίξω Pl. Com.198, Antiph.171: aor. inf. ἀποπνεῖξαι GDI2171.18 (Delph., i B. C.):—choke, throttle, Hdt.2.169,al.; τὰς ἀναπνοάς Hp.Morb.Sacr.9; τοὺς πατέρας τ' ἦγχον . . καὶ τοὺς πάππους ἀπέπνιγον Ar.V.1039; suffocate, Id.Eq.893; of plants, choke, Ev. Matt. 13.7, Ev.Luc. 8.7:—Pass., fut. -πνῐγήσομαι Ar.Nu.1504; also -πεπνίξομαι Eun.VSp.463 B.: aor. I ἀπεπνίχθην Aret.SA1.7: aor. 2 ἀπεπνίγην [ῐ] (v. infr.): pf. part. -πεπνιγμένος Hdt.4.72:—to bechoked, suffocated, τρώγων ἐρεβίνθους ἀπεπνίγη Pherecr.159, cf.Alex. 266; to be drowned, Democr.172, D.32.6, Aesop.352. b generally, cut off, kill, λιμῷ τινα Aret.CA1.9:—Pass., πόλις ἀ. τῇ τῶν ἀναγκαίων σπάνει Procop.Arc.26. 2 metaph., choke one with vexation, ἀποπνίξεις με λαλῶν Antiph. l.c.; ἦ γάρ [με] γειτονεῦσ' ἀποπνίγεις Call.Iamb. 1.300:—Pass., to be choked with rage, ἐπί τινι at a thing, D.19.199, cf. Alex.16.7; πρός τι Lib.Or.63.15.
German (Pape)
[Seite 320] erwürgen, ersticken, Her. 3, 150; Plat. Gorg. 471 c; neben ἄγχω, ἀπέπνιγον, Ar. Vesp. 1039, u. Folgende; fut. ἀποπνίξομαι, auch -πνίξω, Plat. com. Ath. II, 67 c; Lüc. Cont. 23; ἀποπνῖξαι, aor. inf., Ar. Vesp. 1134; Xen. Hell. 3, 1, 14. – Pass., ersticken, umkommen, ἀποπνιγήσομαι Ar. Nubb. 1487; ἀπεπνίγη Plat Gorg. 512 a; ertrinken, Dem. 32, 6 u. A. Uebertr., sich ängstigen, ἐπί τινι, um Einen, Luc. Gall. 28; ähnl. Dem. 19, 199 ἐφ' οἷς ἀποπνίγομαι, vor Unwillen verstummen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπνίγω: [ῑ]: μέλλ. -πνίξομαι, ἀλλὰ -πνίξω, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 17, Ἀντιφ. κατωτ.: -πνίγω, στραγγαλίζω, Ἡρόδ. 2. 169, κ. ἀλλ.· τοὺς πατέρας τ’ ἦγχον… καὶ τοὺς πάππους ἀπέπνιγον Ἀριστοφ. Σφ. 1039· φέρω τινὰ εἰς πνιγώδη κατάστασιν διὰ κακῆς ὀσμῆς, τὸν πνίγω μὲ κακὴν ἀποφοράν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 893· ἐπὶ ἀκανθῶν, αἵτινες περιβάλλουσι καὶ ἀποπνίγουσιν ἄλλα φυτά, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 7, Λουκ. η΄, 7: ― Παθ., μέλλ. -πνῐγήσομαι, Ἀριστοφ. Νεφ. 1504: ἀόρ. ἀπεπνίγην [ῐ], μετοχ. πρκμ. -πεπνιγμένος: ― πνίγομαι, τρώγων ἀπεπνίγη Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 2, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 9˙ ὡσαύτως, πνίγομαι ἐν τῷ ὕδατι, Δημ. 883˙ ἐν τέλ.: πρβλ. ἐπαποπνίγω. 2) μεταφ., στενοχωρῶ, ἐνοχλῶ, πνίγω, ἀποπνίξεις δέ με καινὴν πρός με λαλῶν, θὰ μὲ πνίξῃς μὲ αὐτὴν τὴν νέαν γλῶσσαν ἣν λαλεῖς, Ἀντιφ. Ὀβρ. 2: ― Παθ., πνίγομαι ἐξ ὀργῆς, ἐπί τινι, διὰ πρᾶγμά τι, Δημ. 403. 17˙ ἐπὰν ἴδω... τοὺς ἰχθυοπώλας... τὰς ὀφρῦς ἔχοντας ἐπάνω τῆς κορυφῆς, ἀποπνίγομαι, «μὲ παίρνουν οἱ διαβόλοι», «σκάνω», Ἄλεξ. ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 2. 7.