χρυσότερος
From LSJ
Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
English (LSJ)
α, ον, a Comp. formed from χρυσός (3),
A more golden, χρύσω χρυσοτέρα Sapph.122; αὐτῆς χρυσοτέρη κύπριδος IG14.1892.
German (Pape)
[Seite 1382] von χρυσός gebildeter comp., goldener, d. i. theurer, kostbarer; Sappho bei Demetr. Phal. 162; vgl. Lob. Phryn. 234; Ep. ad. 732 (App. 210).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσότερος: -α, -ον, συγκριτικὸν σχηματισθὲν ἐκ τοῦ χρυσὸς (Γ), ἔτι μᾶλλον χρυσοῦς, χρυσῶ χρυσοτέρα Σαπφὼ 122 (96)· αὐτῆς χρυσοτέρη Κυπρίδος Ἀνθ. Π. παράρτ. 210.