μέλαν
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
ᾰνος, τό, (neut. of μέλας)
A ink, Pl.Phdr.276c; τὸ μ. τρίβων D.18.258, cf. Herod.5.66, etc.; μ. γραφικόν Dsc.1.69; used of a drawing material capable of erasure, Procl.Hyp.3.72. 2 μ. Ἰνδικόν indigo, Peripl.M.Rubr.39. II iris of the eye, Arist. HA491b21. b cornea, Gal.14.772. 2 = αἰδοῖον, τὸ μ. τῷ μ. συναρμόσαι PMag.Par.1.403.
German (Pape)
[Seite 119] τό, das Schwarze, s. μέλας. Als subst. bes. die Tinte, Leon. Al. 25 (IX, 350); Plut. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
μέλᾰν: ᾰνος, τό, (οὐδ. τοῦ μέλας) ὡς οὐσ. τὸ μέλαν = ἡ μελάνη, Πλάτ. Φαῖδρ. 276C˙ τὸ μ. τρίβων Δημ. 313. 11, κέλευσον ἐλθεῖν τὸν στίκτην ἔχοντα γραφίδα καὶ μέλαν Ἡρώνδ. V, 66.