διαπάσσω
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
Att. διαπάττω,
A sprinkle, -πάσας τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας Hdt.6.125; σμύρνῃ δ. τὴν ὁδόν Eub.128; δασύποδας ἁλσὶ δ. Alc.Com. 17; μέλανι διαπεπασμένον χρῶμα Arist.HA526a12; πυρρὰ διαπεπασμένα with red spots, ib.527b30.
German (Pape)
[Seite 594] (s. πάσσω), dazwischen-, bestreuen; ἐς τὰς τρίχας τοῦ ψήγματος Her. 6, 125; τοὺς δασύποδας ἁλσί Alc. com. Ath. VIII, 399 f; διαπεπασμένος μέλανι, mit schwarzen Flecken, Arist. H. A. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
διαπάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -πάσω· ἀόρ. διέπᾰσα· - ῥαντίζω, δ. τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας Ἡρόδ. 6. 125· σμύρνῃ δ. τὴν ὁδὸν Εὔβουλ. Ἀδήλ. 15b· δασύποδας ἁλσὶ δ. Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλ. 1· μέλανι διαπεπασμένος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 2, 11· πυρρὰ διαπεπασμένα, ἔχοντα ἐρυθρὰ στίγματα, αὐτόθι 4. 3, 7.