ές, (σήπομαι)
A slightly 'high', Hp.Alim.41.
[Seite 85] ές, oben verwesend, Hippocr.
ἀκροσᾰπής: -ές, (σήπομαι) «σιτίον νέοισιν ἀκροσαπές», ἐπιπολῆς, ἐπὶ βραχὺ μεταβεβλημένον, Ἱππ. 382, 41.