Ἑλληνικός
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
ή, όν,
A Hellenic, Greek, Hdt.4.108, etc. 2 ἑλληνική (sc. γλῶσσα), ἡ, the Greek language, Apoc.9.11. 3 τὸ Ἑ. the Greeks collectively, Hdt.7.139, al.; Greek soldiery, X.An.1.4.13. b Greek culture, D.H.1.89: pl., Hdt.4.78. 4 τὰ Ἑ. the history of Greek affairs, Th.1.97, etc.; title of works by X., Theopomp.Hist., etc.; Greek literature, App. BC4.67. II like the Greeks, οὐ . . πατρῷον τόνδ' ἐδεξάμην νόμον, οὐδ' Ἑ. E Alc.684, cf. Ar.Ach.115, Plu.Luc.41: Comp. -ώτερος Id.Comp.Lyc.Num.1; ἡ συγγνώμη τῆς τιμωρίας -ώτερον Lib.Ep.75.4: Sup. -ώτατος D.19.308, D.H.1.89. Adv. -κῶς in Greek fashion, Hdt.4.108, E.IT660, Antiph.184. III pure Greek, οὐχ Ἑ. λέξις Orusap. Eust.859.55, cf. Ael.Dion.Fr.207, S.E.M.1.187. Adv. -κῶς in pure Greek, opp. βαρβαρικῶς, Phld.Lib.p.13 O., cf. S.E.M.1.243, Porph. Abst.3.3. 2 in Hellenistic Greek, opp. Ἀττικῶς, Moer.1, al.; but also, opp. κοινόν 'in common speech', Id.347,al. IV pagan, LXX 2 Ma.4.10, al., Jul.Ep.84a, Suid. s.v. Διοκλητιανός.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλληνικός: -ή, -όν, Ἡρόδ. 4. 108, κ. ἀλλ., καὶ Ἀττ. 2) τὸ Ἑλληνικόν, οἱ Ἕλληνες περιληπτικῶς, Ἡρόδ. 7. 139, κ. ἀλλ.· οἱ Ἕλληνες στρατιῶται, ὁ Ἑλληνικὸς στρατός, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 13. 3) τὰ Ἑλληνικά, ἱστορία, ἀφήγησις Ἑλληνικῶν πραγμάτων, Θουκ. 1. 97, κτλ.· Ἑλληνικὴ φιλολογία, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 67. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς Ἕλληνα, οὐ γὰρ πατρῷον τόνδ’ ἐδεξάμην νόμον, παίδων προθνήσκειν πατέρας, οὐδ’ Ἑλληνικὸν Εὐρ. Ἄλκ. 684, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 115· - συγκρ. -ώτερος Πλουτ. Λυκούργ. καὶ Νουμ. Σύγκρ. 1· ὑπερθ. -ώτατος Δημ. 439. 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τρόπον, Ἡρόδ. 4. 108, Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 4.