A tear off, E.Ba.1127.
[Seite 325] abreißen, Eur. Bacch. 1127.
ἀποσπᾰράσσω: μέλλ. -ξω, ἀποσπῶ βιαίως, ἀποσχίζω, Εὐρ. Βάκχ. 1127.