ἀρχιεράομαι
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
Med.,
A to be high-priest or priestess, LXX 4 Ma. 4.18, J.AJ17.19.1, OGI544.14 (Ancyra), IG14.1878, BSA16.120 (Pisidia, iii A.D.), etc.: pf. part. ἠρχιεραμένος IGRom.3.1475 (Iconium).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιεράομαι: Μέσ. εἶμαι, διατελῶ ἀρχιερεὺς ἢ πρώτη ἱέρεια, ὁ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτῷ ἀρχιερᾶσθαι Ἰωσήπ. Μακκ. 4. 502, 43· ἀρχιερασαμένην τῆς σεβαστῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 1929, 3422, κ. ἀλλ.