βοήθαρχος
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ὁ,
A captain of auxiliaries, name of a Carthaginian officer, Plb.1.79.2, App. Pun.70.
German (Pape)
[Seite 451] ὁ, Anführer der Hülfstruppen, Pol. 1, 79. Bei den Carthaginiensern eine Obrigkeit, App. Pun. 70.
Greek (Liddell-Scott)
βοήθαρχος: ὁ, ἀρχηγός τῶν ἐπικούρων, παρὰ Καρχηδονίοις ὄνομα ἄρχοντος, Πολύβ. 1. 79, 2, Ἀππ. Καρχ. 70.