ἀποφορτίζομαι

From LSJ
Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφορτίζομαι Medium diacritics: ἀποφορτίζομαι Low diacritics: αποφορτίζομαι Capitals: ΑΠΟΦΟΡΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apophortízomai Transliteration B: apophortizomai Transliteration C: apofortizomai Beta Code: a)poforti/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A discharge one's cargo, τὸν γόμον Act.Ap.21.3; jettison, abs., Ph.2.413; τῇ θαλάσσῃ τὰ περιττὰ τῶν φορτίων Timae. 61; unload one's stomach, Artem.2.26:—Pass., of περιττώματα, Sor. 1.40: generally, jettison, get rid of, τι Ph.2.434, etc.

German (Pape)

[Seite 335] abladen, aor. med. ναῦν Ath. II, 37 c; bei Dion. Hal. 3, 44 steht jetzt ἀντιφ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφορτίζομαι: μέσ., ἐκβάλλω τὸ φορτίον μου, «ξεφορτώνομαι», ἐκεῖσε γὰρ ἦν τὸ πλοῖον ἀποφορτιζόμενον τὸν γόμον Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 3· τῇ θαλάσσῃ τὰ φορτία Ἀθήν. 37C: κενώνω τὸν στόμαχον, Ἀρτεμίδ. 2. 26: καθόλου, ἀπαλλάττομαί τινος, «ξεφορτώνομαι», τι Φίλων 2. 434, κτλ., τὴν ὀργὴν Κύριλλ. (ὅστις μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ., ἐλαφρύνω πλοῖον ἀπὸ τοῦ φορτίου του): - Ἐντεῦθεν, ἀποφορτισμός, ὁ, ἐπὶ ἐμέτου, Matthaei Med. 188.