πασσαλίσκος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ὁ, Dim. of πάσσαλος, Plb.Fr.163 ; used to force open the mouth, Hp. Mul.2.203 ; esp.
A peg or pin in musical instruments, οἱ π. τῆς κιθάρας Sch.Ar.V.572 ; = κόλλοψ, EM525.31.
German (Pape)
[Seite 532] ὁ, dim. von πάσσαλος, Mathem., bes. ein Wirbel an musikalischen Instrumenten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πασσᾰλίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ πάσσαλος, Ἱππ. 671.6, Πολύβ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. κόλλοψ, «στρηφτάρι» μουσικῶν ὀργάνων, οἱ π. τῆς κιθάρας Σχόλ εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 572, Ἐτυμολ. Μέγ., κλ.· ὡσαύτως πασσάλιον, τό, «τοῦ ζυγοῦ τῆς κιθάρας τὸ μέσον» Ἡσύχ.