ἔκτακτος
English (LSJ)
ον,
A detailed for special duties, of soldiers, Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.9.4, 16.2,4. II special, reserved, POxy.646 (ii A.D.) ; δι’ ἐκτάκτου on a separate sheet, PStrassb.34.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτακτος: -ον, ὅρος στρατ. «ἔκτακτοι, τούτους τὸ μὲν παλαιὸν ἡ τάξις εἶχεν, ὡς καὶ τοὔνομα δηλοῖ, διότι τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν, εἰσὶ δὲ πέντε» κτλ. Σουΐδ., πρβλ. Αἰλιαν. Τακτ. 9.