ἀκρόνυκτος
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ον, lit.
A rising at sunset: hence, in opposition, Ζεύς Vett. Val.168.13; ἀ. σχηματισμοί, προηγήσεις, Ptol.Alm. 10.6, Tetr. 78:—as Subst., -νυκτος, ἡ, with or without φάσις, opposition, Ptol. Alm.10.7, Tetr.77. (Freq. written ἀκρων-.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόνυκτος: ον = ἀκρόνυχος, Πρόκλ., κτλ. ἐν Μανέθ. 5. 117· ― νύκτιος.