διδακτήριος
English (LSJ)
ον, = sq.:
A τὸ δ. proof, Hp.Acut.39.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδακτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ.· τὸ διδακτήριον, ἀπόδειξις, Ἱππ. Ὀξ. 390.
ον, = sq.:
A τὸ δ. proof, Hp.Acut.39.
δῐδακτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ.· τὸ διδακτήριον, ἀπόδειξις, Ἱππ. Ὀξ. 390.